- τηλεσκηνοθέτης
- televizyon yönetmeni
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τηλεσκηνοθέτης — ο, θηλ. τηλεσκηνοθέτρια, Ν ο σκηνοθέτης τηλεοπτικής εκπομπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + σκηνοθέτης] … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεσκηνοθεσία — η, Ν [τηλεσκηνοθέτης] η σκηνοθεσία τηλεοπτικών εκπομπών … Dictionary of Greek